- νταμλάς
- ο см. [ν]ταμ(π)λάς
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νταμπλάς — και νταμλάς, ο κόλπος, αποπληξία («μόλις άκουσε τα νέα, τού ήλθε νταμπλάς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. damla] … Dictionary of Greek